10/10/15

Σκεπτόμενο (κραγι)όν


Ο νούμερο ένα κανόνας ήταν να μην παίρνω καραμέλες από αγνώστους. Δεν απειλήθηκα ποτέ. Συχνά δεν έπαιρνα ούτε καλημέρα. Ο επόμενος ήταν να μην ανοίγω ξένα ντουλάπια και ο τρίτος να θυμάμαι τους δύο πρώτους. Κατάφερα να ξεχάσω τον τρίτο και έτσι αναίρεσα και τον δεύτερο. Η μνήμη ήταν το αδύνατο σημείο μου.

Τίναξα το κεφάλι μου προς τα πίσω και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τα μαύρα στίγματα ξεχώριζαν μέσα από τον ατμό του καυτού μπάνιου. Πλησίασα. Οι κόρες των ματιών μου ακολουθούσαν το είδωλό μου όσο γυρνούσε μια δεξιά, μια αριστερά. Προφίλ, ανφάς, προφίλ και ξανά το ίδιο. Το κάτω χείλος μου ήταν ασυνήθιστα πιο παχύ από το πάνω. Ψηλάφισα την πληγή από τα δόντια του. Παίρνει δυο τρεις μέρες για να κλείσει και ένα βράδυ για να ανοίξει.

Τα μαλλιά μου έπεφταν με κόμπους στους ώμους μου. Πέρασα τα δάχτυλά μου για να τα ξεμπλέξω. Δεν αρκούσε. Το συλλάβισα. «Δεν αρκεί». Άπλωσα το χέρι μου και άνοιξα το ντουλάπι. Μια χτένα θα βοηθούσε. Το ψιθύρισα. «Θα με βοηθήσεις;». Ο δείκτης μου αναγνώριζε τα αντικείμενα. Ένας αφρός ξυρίσματος. Ένα ξυράφι. Μια λοσιόν για μετά το ξύρισμα. Μια αλοιφή για τους μυϊκούς πόνους. Ντεπόν αναβράζον. Ένα ζελέ. Ένα αποσμητικό σε σπρέι. Ένα κόκκινο κραγιόν. Καμία χτένα. 

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Στο νιπτήρα έσταξε ένας κόκκινος κύκλος. Έγραψα «δεν μπορώ». Οι κόρες δάκρυζαν απέναντι, έγνεψαν καταφατικά. Έκλεισα το καπάκι.

«Μήπως έχετε καραμέλες;», ρώτησα τον πρώτο που συνάντησα στο δρόμο και θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει το ντουλάπι ανοιχτό.

*Με τους κανόνες του:


0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;