29/9/11

Το καταραμένο τέσσερα*



Κρατούσε στα χέρια του έναν ιππόκαμπο. Αποξηραμένο και κατάξανθο. Κάπου είχε διαβάσει ότι αυτό το πανέμορφο πλάσμα του νερού περνάει ολόκληρη τη ζωή του κολλημένο στα βράχια. Αυτό και μόνο αρκούσε για να πιστέψει τελικά στις αδελφές ψυχές. Ο Κωστής βέβαια, σε αντίθεση με το αλογάκι της θάλασσας, πέρασε τη ζωή του κολλημένος στα φουστάνια. Σε εκείνα τα υφάσματα του διαβόλου, που έτσι και τυλίξουν με γοητεία ένα ζευγάρι γυναικεία πόδια, μπορούν να σου κάνουν άνω κάτω τη ζωή. Έτσι που να μην έρθει ποτέ ξανά στα ίσια της.

Ο ήλιος έκαιγε. Δεν είχε μαζί του και καμιά ομπρέλα να καρφώσει στην άμμο. Μόνο τον ιππόκαμπο στα χέρια, κάτι αποτσίγαρα γύρω από τα πόδια του και τα περίεργα βλέμματα πέντε έξι αδειούχων του Αυγούστου, που τον χάζευαν από το πρωί να καπνίζει σαν τρελός το ένα πακέτο μετά το άλλο, χωρίς να σηκώνει κεφάλι. Τον Κωστή δεν τον ένοιαζαν. Ούτε τα γιαούρτια που θα έπρεπε να απλώσει στην πλάτη του για να κοιμηθεί το βράδυ ούτε τα πνιχτά γέλια των αγνώστων που παρίσταναν τόσο αποτυχημένα τους διακριτικούς.

Μάζεψε τις γόπες που είχε αραδιάσει δεξιά και αριστερά και τις χώρισε  προσεκτικά ανά μάρκα. Τέσσερις ξεχωριστές μάρκες, τέσσερις ξεχωριστές γυναίκες.  Άλλαζε όνομα στον καπνό του κάθε φορά που άλλαζε και γυναίκα στην καρδιά του. Το είχε σαν τάμα να διαγράφει ολοκληρωτικά τα προηγούμενα για να πάει στα επόμενα. Άτιμο πράγμα οι αριθμοί, σκέφτηκε, και ξαφνικά θυμήθηκε γιατί εξαφανιζόταν μικρός κάθε φορά που η μάνα του, νευριασμένη, ξεκινούσε να μετράει ως το τρία. Δε φοβόταν το χαστούκι που θα έπεφτε με δύναμη στο μάγουλό του αλλά τον επόμενο αριθμό στο μέτρημά της. Δεν θα ‘ταν  για καλό, το γνώριζε από τότε.

Έσπρωχνε τις γόπες από τα βαριά του τσιγάρα όρθιες στην άμμο και σε μια ευθεία. Ήταν τα πρώτα που ακούμπησε στο στόμα του στα δεκάξι του, όταν άρχιζε να καπνίζει για να εντυπωσιάσει τη Στέλλα. Πάλευε να μη του φύγει ο καπνός από τη μύτη μπροστά στη συμμαθήτρια και τρίτη του ξαδέρφη όταν τη ξεμονάχιαζε στους διαδρόμους του Λυκείου, προσπαθώντας να την πείσει ότι η συγγένειά τους  δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να τους στερήσει το πρώτο τους φιλί. Γρήγορα ήρθε και δεύτερο και τρίτο και πολλά μαζί σε μια παλιά αποθήκη και ακόμα περισσότερα για τα επόμενα βράδια των δύο χρόνων  που η Στέλλα και ο Κωστής έσμιξαν σαν κανονικό ζευγάρι. Τον βαρύ καπνό τον έκοψε μαχαίρι όταν ο παρθενικός του έρωτας του ανακοίνωσε ότι τον απατούσε με τον καλύτερό του φίλο, που τύχαινε να είναι δεύτερος ξάδερφός της.

Πήρε τα πιο ελαφριά τελειωμένα του τσιγάρα και συνέχιζε να φτιάχνει τον μικροσκοπικό του φράχτη. Τα βύθιζε πιο απαλά αυτή τη φορά στην άμμο γιατί θυμήθηκε την  Έλσα. Του δακτυλογράφησε μια εργασία στο Πανεπιστήμιο, του είπε ότι ο γραφικός του χαρακτήρας προδίδει άνθρωπο πιστό και μονογαμικό και από τότε βάλθηκε να τον περιμένει να φερθεί ως τέτοιος. Πέντε χρόνια έζησε κοντά του με την ελπίδα να ταυτιστεί ο κανονικός του χαρακτήρας με τον γραφικό μέχρι που έφυγε στο Άμστερνταμ για μεταπτυχιακό και δεν άφησε ούτε ένα δακτυλογραφημένο αντίο της στο ψυγείο του.

Με τις γυναικείες γόπες σχημάτισε ένα «π», ήταν η σειρά της Παναγιώτας. Αυτή του πρόσφερε από το δικό της πακέτο ένα χειμωνιάτικο πρωινό με πολλή βροχή σε μια στοά, όπου βρήκαν καταφύγιο ώσπου να περάσει η μπόρα. Υιοθέτησε την μάρκα της αλλά όχι και την εναντίωσή της στο γάμο. Έκανε το λάθος να της ζητήσει να τον παντρευτεί κι εκείνη τον χώρισε. Ήταν ήδη παντρεμένη.

Με τα σχεδόν κατεστραμμένα στριφτά του τσιγάρα, έφερε και την τελευταία ευθεία στο τετράγωνο που έχτιζε, ώρα τώρα, πάνω στην αμμουδιά. Θυμήθηκε την Αθηνά. Χθες ήταν που μάλωσαν γιατί εκείνος ξέχασε να κλείσει το παράθυρο του μπάνιου και μπήκε μια σαύρα και εκείνη τρόμαξε, όπως έκανε πάντα με κάθε τι αθώο που σερνόταν, και εκείνος γέλασε και εκείνη του φώναξε πως δεν την καταλαβαίνει και ότι δεν είναι ανάγκη να το κουράζουν και πως αφού δεν το κατάφερε τόσα χρόνια, δεν θα γίνει ποτέ. Και πήρε το αμάξι της και έτρεχε πολύ σε εκείνον τον δρόμο που όλοι έλεγαν ότι είναι επικίνδυνος το βράδυ. Και ενώ το ήξερε, εκείνη έτρεχε και δεν είδε το αυτοκίνητο που μπήκε στο ρεύμα της. Και παρ’ όλο που πάτησε και φρένο και ψέλλισε και ένα «όχι, Θεέ μου», δεν πρόλαβε. Ούτε ο Θεός, ούτε κι εκείνη.

Tον Κωστή δεν τον ένοιαζε ο ήλιος που έκαιγε και η παρέα που ακόμα γελούσε μαζί του. Μόνο την Αθηνά του σκεφτόταν. Καταράστηκε για ακόμα μια φορά το τέσσερα. Ίσως τελικά να έφταιγε για όλα αυτό. Άφησε τον ιππόκαμπο στο τετράγωνο από αποτσίγαρα που σχεδίασε στην άμμο και σηκώθηκε να φύγει. Δεν είχε νόημα πια να πιστεύει στις αδελφές ψυχές.  

* Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε με αφορμή τον διαγωνισμό «Trash Stories» της Amstel Eco. Δεν κατάφερα να κερδίσω αλλά το απόλαυσα που το έβγαλα από μέσα μου. Ευχαριστώ και όσους με ψήφισαν για το θετικό, πράσινο χεράκι τους. Αυτό που έδειχνε προς τα επάνω..

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;