29/11/10 0 σκέψεις

Αγνωστες Χ σε επανάληψη




(Αυτή η ιστορία θα ξεκινήσει από το τέλος και θα φτάσει στην αρχή. Οταν η ζωή φέρνει τα πράγματα τόσο ανάποδα, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι ιστορίες της είναι να ακολουθούν αδιαμαρτύρητα την ίδια αντίστροφη πορεία).

Η άγνωστη Χ κατέβηκε στον τερματικό σταθμό του Μετρό. Η ώρα ήταν πια περασμένη. Ηταν το τελευταίο δρομολόγιο. Το ήξερε και ακούμπησε ανακουφισμένη το σώμα της στην άκρη ενός πλαστικού καθίσματος. Στα χέρια της κρατούσε κομμάτια ενός σκισμένου εισιτηρίου και τους χαμογελούσε. Τους χαμογελούσε και τους μιλούσε.

Υστερα, τα έσφιγγε στις παλάμες της και τα πλησίαζε στα αυτιά της. Εκανε σαν κάτι να άκουγε και χαμογελούσε ξανά. Εξω είχε σκοτάδι, στο υπόγειό της φως και αυτές τις κινήσεις θα έκανε για πολλές ώρες ακόμα. Αυτές τις κινήσεις κάνει κάθε μέρα, περιμένοντας το ίδιο πρωινό δρομολόγιο προς διαφορετική άγνωστη και άσκοπη κατεύθυνση.

Η άγνωστη Χ μπήκε στο βαγόνι βιαστικά. Η μπεζ ρόμπα της πιάστηκε στις πόρτες και οι πλαστικές σαγιονάρες της κρατήθηκαν με δυσκολία στα πόδια της. Μιλούσε και κοιτούσε τα λευκά φώτα και τις χειρολαβές. Οσοι πέρασαν και έγιναν διπλανοί της για μια στιγμή, απέφευγαν να την κοιτάξουν στο πρόσωπο κι αυτό επέμενε να καθρεφτίζεται στο τζάμι.

Οι χαρακιές του ήταν τόσο βαθιές που θα έμεναν σημάδια για πάντα. Μιλούσε, γελούσε και άγγιζε νευρικά τις τομές στα μάγουλα και στο μέτωπό της. Ηταν σαν να τις έκανε η ίδια στον εαυτό της. Ηταν σαν να είχε μόνο τον εαυτό της για να πληγώνει.

Η άγνωστη Χ θυμόταν σπάνια κάποια εικόνα από τη ζωή της. Η μόνη της έντονη ανάμνηση ήταν οι χούφτες της γεμάτες νοτισμένο από τη βροχή χώμα σε ένα καταπράσινο δάσος. Κι αυτή όμως, άρχισε με τον καιρό να ξεθωριάζει. Οσα βράδια κοιμόταν, ονειρευόταν πια σωρούς από πολύχρωμα χάπια. Οσα πρωινά ξυπνούσε, ήταν αναγκασμένη να τα καταπιεί μαζί με λίτρα κρύου νερού. Φορώντας μια μπεζ ρόμπα και τις πλαστικές της σαγιονάρες, έτρεξε μακριά. Ηθελε να πάρει αέρα και κατέβηκε τα σκαλιά της στάσης του Μετρό. Μάζεψε συνωμοτικά από το πάτωμα ένα πεσμένο εισιτήριο και ένιωσε περήφανη για την απόδραση της. Ηταν κάτι που έκανε πρώτη φορά. Ηταν κάτι που ξεχνούσε πως έκανε κάθε μέρα.









24/11/10 3 σκέψεις

Παιδική εργασία και εκμετάλλευση. Διαχρονικά.

Φωτ. Lewis Hine, «Five year old cotton picker», 1916.
22/11/10 0 σκέψεις

Φάντασμα σε καπνομάγαζο.



Μαντρωμένος σε μια εγκατάλειψη. Αυτό είσαι. Η αλήθεια πονάει, το ξέρω. Το ξέρεις. Πάνε κάτι μέρες τώρα που τις μόνες πόρτες διαφυγής σου τις σφράγισε μια τυπική διαδικασία. Ηλεκτροσυγκόλληση τη λένε. Συστηθήκατε τώρα πια. Οι εργάτες έβαλαν φωνή και δεν απάντησες. Δεν είσαι ζωντανός, πώς να το κάνεις; Τα φαντάσματα δεν μιλούν, μόνο τρομάζουν. Τους άλλους. Εκλεισαν οι πόρτες μια για πάντα. Τόσο τυπικά. Το παρατημένο καπνομάγαζο δεν θα βαφτεί, δεν θα γκρεμιστεί, δεν θα αξιοποιηθεί. Απλώς δε θα ζει κανείς παρασιτικά μέσα του.

Εκτός από σένα. Βέβαια εσύ δεν ζεις παρασιτικά σε αυτό. Δε ζεις. Είσαι ένα καπνισμένο φάντασμα μιας νεκρής εποχής. Γλίστρησες στον τοίχο, άνοιξες πληγές στην πλάτη σου και σωριάστηκες σε μια γωνία. Είναι σαν να σε βλέπω. Περιτριγυρισμένος από χιλιάδες μισόλιτρα γάλατα. Γάλα δεν έδιναν πάντα στις γυναίκες που έτριβαν στα χέρια τους καπνά; Τους ρουφούσαν το οξυγόνο και τους χάριζαν ασβέστιο. Λες και μπορεί το ένα να αντικαταστήσει το άλλο.

Χτύπα. Δεν ακούγεσαι, δεν προκαλείς καν θόρυβο. Δεν μπορείς να το κάνεις. Τα βράδια που περνούσα έξω από σένα, σε φοβόμουν. Τα βράδια που περνάω έξω από σένα, σε φοβάμαι. Αν όχι εσένα, το κτίριο που έγινε επίσημα ο σφραγισμένος σου τάφος. Μου θύμιζε πάντα το ερημωμένο αρχοντικό που είχε πλάσει η φαντασία μου στα δώδεκά μου. Τότε που ο δάσκαλος μου είχε προτείνει να γράψω ένα βιβλίο και εγώ τον πίστεψα, πίστεψα ότι μπορώ και άρχισα να ταξιδεύω με το μυαλό μου. Σκέφτηκα μια εγκαταλειμένη έπαυλη σε ένα αχανές δάσος, μια παρέα παιδιών που δεν δίστασε να την εξερευνήσει και μια όμορφη πριγκίπισσα παγιδευμένη στον καθρέφτη της. Κάθε ρωγμή του και μια περιπέτεια. Αυτό φοβάμαι. Ξεκίνησα κάτι που δεν τελείωσα ποτέ. Και για κάποιον περίεργο λόγο, φταις κι εσύ για αυτό. Εσύ και η προκλητική φωλιά σου. Οσο περνάω από μπροστά σου, θα θυμάμαι πως κάτι πίσω μου έχω αφήσει ημιτελές. Κάτι που όσο δεν θα τελειώνει, δεν θα τελειώνεις κι εσύ.

Δηλητήριο. Δηλητηριώδης υπήρξες μέχρι να εξαϋλωθείς. Το γράφει κι η ταλαιπωρημένη από τις σταγόνες της βροχής ταφόπλακά σου. Είναι σαν να σε βλέπω. Στριμωγμένος από γάλατα και με μια τεράστια, γελοία μάσκα να σε προστατεύει. Να προστατεύει τι; Δεν κινδυνεύεις. Δεν πρόκειται να αρρωστήσεις. Εσύ και το κτίριο που αγάπησες να εγκλωβίζεσαι μέσα του μολύνατε όσες γυναίκες μπορέσατε. Αυτό ήταν. Τις μολύνατε μέχρι το κόκκαλο. Και τότε ήταν που χαρίζατε σε αυτές και τα παιδιά τους διπλή μερίδα γάλατα. Τους ενός λίτρου, όχι του μισού. Λες και το γάλα ξεπλένει τις τύψεις.

Αυτό είναι. Είσαι καταδικασμένος να μη ζεις αλλά ούτε και να ζεις σε ένα ερειπωμένο καπνομάγαζο, ποτισμένο με χημικά και με κλεισούρα, σφραγισμένο για πάντα, δίπλα σε ληγμένα κουτιά της μεβγάλ και σε θρυμματισμένο καπνό. Γεμάτος από τύψεις. Ενα άδειο φάντασμα γεμάτο από τύψεις.
20/11/10 2 σκέψεις

Θεατρική συμβατικότητα ζωής.

Περπάτησε πέντε μέτρα για να φτάσει στο κέντρο της σκηνής. Τα πόδια του δεν έτρεμαν, ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Γεννήθηκε σχεδόν αλαζονικός. Ο μοναδικός θεατής του βρισκόταν στην πρώτη σειρά μιας τεράστιας αίθουσας. Αδεια όλη η υπόλοιπη αίθουσα. Μόνο ο άνθρωπος επί σκηνής και ο άνθρωπος κάτω από αυτή. Ο Ανθρωπος ηθοποιός και ο Ανθρωπος θεατής.

Ανθρωπος - Ηθοποιός: «Θα σας παρουσιάσω έναν μονόλογο από το έργο με τίτλο ''Η δική σου Ζωή''. Καλό θα ήταν να μην παραβιάσουμε τους όρους της θεατρικής σύμβασης. Θα ήθελα κι εσείς να υποδυθείτε το ρόλο του εξημερωμένου θεατή που κάθεται αναπαυτικά στη θέση του και αποδέχεται πως για τις επόμενες δύο ώρες θα παρακολουθήσει έναν ηθοποιό να ερμηνεύει υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη του. Κάθε ίχνος συμμετοχής σας απαγορεύεται ρητά. Εσείς μόνο βλέπετε και αφομοιώνετε χωρίς αντιρρήσεις. Εσείς μόνο καταναλώνετε τις γραμμές του έργου ''Η δική σου Ζωή'' και βαρυστομαχιάζετε. Επιτρέπεται η χρήση αναψυκτικού για αυτή την περίπτωση. Εαν το θελήσετε, μπορείτε και να κοιμηθείτε. Εγώ θα συνεχίζω να ερμηνεύω την ''δική σου Ζωή'' και εσείς θα ονειρεύεστε με μάτια κλειστά. Οταν τελειώσω, θα σας παρακαλέσω να χειροκροτήσετε θερμά. Αυτό άλλωστε επιβάλλει μια πετυχημένη και από τους δυο μας αποδεκτή θεατρική σύμβαση. Είμαστε σύμφωνοι; Με συγχωρείτε για το ερωτηματικό..Είμαστε σύμφωνοι. Δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Εχετε έρθει εδώ για να παρακολουθήσετε το έργο ''Η δική σου Ζωή'' και αυτό θα κάνετε. Αυτό υπαγορεύει η θεατρική σύμβαση».

Ο Ανθρωπος - θεατής τον άκουγε μαγεμένος. Αν μπορούσε να κρεμαστεί από τα χείλη του, θα το έκανε. Είχε την ευκαιρία να δει ζωντανά τον Ανθρωπο - ηθοποιό στο έργο «Η δική σου Ζωή». «Η δική μου Ζωή», σκέφτηκε. «Θα την απολαύσω βυθισμένος σε μια κόκκινη, βελούδινη θέση. Θα την καταναλώσω μέχρι να γίνει το στομάχι μου βαρύ. Θα πιω ένα αναψυκτικό για να ηρεμήσω. Θα κοιμηθώ όταν νυστάξω. Θα ξυπνήσω και θα χειροκροτήσω. Κι ύστερα θα γυρίσω σπίτι έχοντας ζήσει την ωραιότερη εμπειρία της ζωής μου. Της δικής μου Ζωής. Θα την έχω παρακολουθήσει αμέτοχος και χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να αναλάβω καμιά ευθύνη.

Κάποτε είχα κάνει το λάθος να αμφισβητήσω τη θεατρική σύμβαση. Είχα ακούσει από κάποιους αιρετικούς για τη ρήξη του τέταρτου τοίχου και τη συμμετοχή του κοινού σε μια παράσταση. Για μια διαλεκτική που μπορούσε να αναπτυχθεί ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή την ώρα που το έργο βρισκόταν σε εξέλιξη.

Ηταν λάθος μου που έκανα το λάθος να σκεφτώ (κάτι τέτοιο). Η παράσταση «Η δική σου Ζωή» με τη συμμετοχή μου; Η δική μου Ζωή με τη συμμετοχή μου; Πώς μπόρεσε να μου περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό; Συγνώμη από τα βάθη της αναπαυτικής και ανεύθυνής μου θέσης».
1 σκέψεις

Φοβού.


Δεν πιστεύω και δεν φοβάμαι να μην πιστεύω για να μη φοβάμαι όταν δεν πιστεύω ότι φοβάμαι να φοβάμαι.
18/11/10 2 σκέψεις

Θάλασσα με πεταλούδες


Δε ξέρω τι σημαίνει. Και ούτε θέλω να μάθω. Κακώς, θα μου πεις. Καλώς, θα απαντήσω. Δε θέλω να ξέρω το παρελθόν μιας εικόνας τόσο δυνατής στα μάτια μου. Θέλω να χαρακτηρίσει το παρόν μου. Και το μέλλον μου. Οταν βρω τη δύναμη, θα τη «χτυπήσω» τατουάζ. Είναι μια μονιμότητα που δεν με τρομάζει. Είναι «εγώ».

Οταν εκεί που περπατάς, κοιτάζεις γύρω σου και θέλεις να πυροβοληθείς. Οταν η μόνη διαφυγή μοιάζει να είναι ««ένα πιστόλι στον κρόταφο» ή μάλλον «ένας κρόταφος στο πιστόλι». Οταν θέλεις στη θέση του αίματος να στάξουν πεταλούδες. Δεν έχει σημασία τι χρώμα. Αρκεί να είναι πεταλούδες. Κι έτσι, από ό,τι πιο μαύρο, να γεννηθεί ελπίδα. Και να «βεβηλώσει» τα πάντα γύρω σου. Να είσαι η αφανής πηγή μιας θάλασσας προοπτικών. Μια θάλασσα βαθιά που αντί για ψάρια, θα 'χει πεταλούδες. Γιατί;

Επειδή δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από πεταλούδες που γεννήθηκαν από αίμα.

16/11/10 1 σκέψεις

Ποτέ δεν φταίω μόνο εσύ/ Ποτέ δε φταις μόνο εγώ.



Το πιστόλι στον κρόταφο;









ή ο κρόταφος στο πιστόλι;
11/11/10 1 σκέψεις

Λεπροί. Υγιείς. Καμιά επίλυση



Θεσσαλονίκη. Πλάκα και Σπιναλόγκα μαζί. Λεπροί και υγιείς ριγμένοι στην ίδια στεριά. Καμιά θάλασσα ανάμεσά τους, καμιά βάρκα δε χρειάζεται για να φτάσει ο ένας στον άλλο. Προκαταλήψεις και πληγές που δεν κλείνουν στα ίδια πεζοδρόμια. Λεπροί και υγιείς κοιτάζονται στους καθρέφτες των ίδιων αυτοκινήτων αλλά ποτέ δεν διασταυρώνουν τα βλέμματά τους. Στα ίδια τετραγωνικά, οι ξεχασμένοι από θεούς υπενθυμίζουν τον πόνο σε όσους έχουν ξεχάσει να είναι άνθρωποι. Κανένα προστατευτικό πλέγμα, οι γυάλινοι κόσμοι σπάνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Ραγίσματα. Σιωπηρά, συνάμα τόσο διαπεραστικά «κραυγίσματα». 


Στα σούπερ μάρκετ του Βαρδάρη, κυκλοφορούν μύγες. Στις ουρές των ταμείων περιμένουν οι λεπροί και μαζί τους οι μύγες. Ζουν μαζί. Οι λεπροί που έχουν για κατοικίδιο μια μύγα και οι υγιείς που έχουν για κατοικίδιο ένα τεριέ. Μοιράζονται τον ίδιο αέρα, είτε το θέλουν είτε όχι. Αυτοί και τα κατοικίδιά τους. Η μύγα ενοχλεί τον σκύλο, ο λεπρός τον υγιή. Ακουμπάει ο ένας τον άλλο, το ένα το άλλο τυχαία στο δρόμο και ανατριχιάζουν. Οι μεν για όσα θα ήθελαν να είναι και ποτέ δεν μπόρεσαν, οι δε για όσα φοβούνται ότι θα γίνουν, μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας. 


Λεπροί με το ένα χέρι μακρύτερο από το άλλο. Περπατούν δυσανάλογα κατακερματίζοντας την αναλογία. Προσπαθούν να κρύψουν από τους πολλούς τη μοναδικότητά τους. Κακώς. Οι πολλοί, οι υγιείς δεν τολμούν να τους κοιτάξουν ούτε στα μάτια ούτε στα χέρια. Οταν φοβάσαι, όταν ιδρώνεις από το φόβο και σφίγγεις τις παλάμες μέχρι να ματώσουν κλείνεις τα μάτια, απεύχεσαι και σκέφτεσαι μπλε αμμουδιές και χρυσούς ουρανούς. Μέχρι να περάσει ο εφιάλτης. Μέχρι να φύγει μίλια μακριά. Κι όταν ξέρεις ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί αλλά κρύβεται μερικά τετράγωνα παρακάτω, μαθαίνεις να μην κοιτάς. Αλλά ξέρεις πως ζει. Ξέρεις πως ζει μαζί σου, και πως όσο και να το ξεχνάς παροδικά, είναι πιο μόνιμο από ότι μόνιμο έχεις υποθέσει πως γνωρίζεις. 


Και δεν υπάρχει καμιά επίλυση.
Υπάρχει μόνο παράλυση.
Η μόνη παράλυση και η τόσο αναπόφευκτη.


(Φωτ. από deviantart.com, «beggar kid by erenerdem»)

8/11/10 5 σκέψεις

Ποτέ την Κυριακή (τρία κεφάλαια για τις εκλογές)



Κεφάλαιο 1ο

Ας το πάρουμε από την αρχή, μήπως και βρούμε τη ρίζα του κακού. Ο άνθρωπος λοιπόν, από τότε που πάτησε το πόδι του στη γη και αποφάσισε να απαρνηθεί τη μοναξιά του για να δοκιμάσει τη συντροφιά του συνανθρώπου του, ήθελε να ανήκει κάπου. Δεν είχε σημασία πού, αρκεί να μπορούσε να εξασφαλίζει μέσα από τη συνεργασία την τροφή του.

Τα (δισεκατομμύρια) χρόνια πέρασαν. Ο άνθρωπος συνεχίζει να νιώθει διαρκώς την ανάγκη να ανήκει κάπου. Εξακολουθεί να μην έχει σημασία το «πού». Σήμερα λοιπόν αυτή η επιθυμία του ονομάζεται «κοινωνικοποίηση». Ξεκινά από το σχολείο, τις παιδικές ομάδες ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, το μπαλέτο, το καράτε, τις θεατρικές ομάδες, τις χορωδίες. Κάνει όλον αυτόν τον δημιουργικό και πολύ ενδιαφέροντα κύκλο, για να καταλήξει στα κόμματα.

Ναι. Σήμερα ένας ενήλικος άνθρωπος θέλει να ανήκει κάπου και το «πού ακριβώς» παίρνει σαφή σάρκα και οστά, παρ' όλο που εξακολουθεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία. Στα κόμματα, λοιπόν, ο άνθρωπος βρίσκει μία τεράστια ομπρέλα. Νομίζει ότι αυτή θα τον προστατέψει από τα σύννεφα που βρέχουν ανασφάλειες αλλά και από τις άλλες ομπρέλες διαφορετικού χρώματος, για τις οποίες έχει πειστεί ότι θέλουν το κακό του και το κακό της δικής του, αγαπημένης ομπρέλας. Αδυνατεί βέβαια να καταλάβει πως η κάθε ομπρέλα θέλει μόνο το καλό της και πως χρειάζεται τον ίδιο και άλλους ομοίους του μόνο και μόνο για να την κρατούν με την προσπάθεια και την εμμονή τους ανοιχτή.

Αδυνατεί γενικότερα ο άνθρωπος. Κι οι ομπρέλες μένουν ορθάνοιχτες, ακόμη κι όταν στον ουρανό κρέμεται ένας τεράστιος ήλιος.

Κεφάλαιο 2

Σάββατο βράδυ, παραμονή της 7ης Νοεμβρίου. Λίγες ώρες απέμεναν για τις υψίστης σημασίας αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πόρτα του δωματίου μου δέχτηκε δύο δειλά, διακριτικά χτυπήματα. «Ναι», είπα. Ηταν ο πατέρας μου, όπως το είχα φανταστεί.

- «Εεεε...Εκλογές αύριο, ε;», μου είπε αμήχανα.
- «Ναι».
- «Ξέρεις τι θα κάνεις, ε;»
- «Τι θα κάνω;»
- «Το σωστό. Τον τάδε θα ψηφίσεις».
- «Οποιον θέλω θα ψηφίσω».
- «Μην κάνεις έτσι τώρα. Είναι φίλος μας. Για ό, τι χρειαστούμε, εκεί θα είναι».
- «Εντάξει», είπα. Κι έκλεισε η πόρτα. Και χαμογέλασα. Ας τον αφήσω να πιστεύει αυτό που θέλει να πιστεύει. Α, ρε πατέρα. Α, ρε κάθε πατέρα σε όλη την ελληνική επικράτεια. Τι να μου είναι πιο στενάχωρο; Το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν από τα βάθη της καρδιάς τους σε διεφθαρμένους μηχανισμούς όπως είναι τα κόμματα, ή το γεγονός ότι υπάρχουν οι άλλοι, οι ακόμη περισσότεροι, που μέσω των κομμάτων επιδιώκουν ξεκάθαρα το προσωπικό τους όφελος; 

Δεν έχω βρει ακόμη την απάντηση.

Κεφάλαιο 3

Από το εκλογικό τμήμα στο οποίο βρέθηκα από το πρωί της Κυριακής έως το πρωί της επόμενης ημέρας, πέρασαν 246 ταυτότητες και 246 ζευγάρια χέρια. Οι πρώτες ήταν αυτές που νομιμοποιούσαν τα δεύτερα να επιλέξουν ποιον θα σταυρώσουν, ποιον θα τιμήσουν ρίχνοντάς τον σε μια κάλπη.

Πέρασαν μεγάλες γυναίκες, ηλικιωμένοι άντρες, κομματικοποιημένοι 35άρηδες, αδιάφοροι νεαροί και νεαρές, παιδιά. Πολλά παιδιά κάτω των δέκα. Περίμεναν τους γονείς τους καθισμένα σε καρέκλες, όσο εκείνοι ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα. Κουνούσαν τα πόδια τους πέρα δώθε, και στο δώθε τα χτυπούσαν με δύναμη στο ξύλο. Το έβρισκαν αστείο. Οπως και το γεγονός ότι έβλεπαν μόνο τα πόδια της μαμάς, όταν αυτή έμπαινε για λίγα λεπτά «σε ένα κουτί με μπλε κουρτίνα και ένα χρωματιστό κουδούνι που έγραφε ''εκλογές''.

Ενας ξανθός άγγελος με όλη τη θάλασσα στα μάτια του, χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Το πρόσωπο του έλαμπε. Η Α. τον ρώτησε:

- «Πολύ χαμογελάς εσύ, μικρέ. Σου αρέσουν τόσο πολύ οι εκλογές;»
- «Ναι. Μου αρέσουν. Πολύ».
- «Και γιατί τόσο πολύ;»
- «Γιατί ψηφίζω».

Μακάρι να μπορούσα να ηχογραφήσω την απάντηση που έδωσε στα τρία του χρόνια και να του την χαρίσω στα δεκαοχτώ του. Να θυμηθεί για ποιο πράγμα αισθάνθηκε χαρούμενος μια Κυριακή του Νοέμβρη του 2010.

Για ένα δικαίωμα που θα τον προδίδει συνεχώς, μιας και δεν πρόκειται ποτέ - δυστυχώς - να αλλάξει τα πράγματα, όσο σωστά και ολοκληρωμένα κι αν ασκείται. Ποτέ.

Ποτέ την Κυριακή.
6/11/10 2 σκέψεις

Μόνο μη μου πεις πού.



Εβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε. Eτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε.

«Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω.
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω.
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε

Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ' τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται, γιατί όχι και αυτό;
Έβρεχε.

«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα 'ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: «Αγαπώ άλλον!»
«Θα αγαπώ άλλον»
Πού είσαι;
Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω.

Βασίλης Παπακωνσταντίνου
σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη.
4/11/10 0 σκέψεις

Νατάσσα Μποφίλιου. Από 4 Δεκεμβρίου. Στο Γαία Live.



Στις 4 Δεκεμβρίου, τα βήματά μου θα με βγάλουν εκεί

  κι αυτό ελπίζω να επαναληφθεί.
2 σκέψεις

Αυτή και η χαραμάδα.



Και εκείνο το κορίτσι, με τα μάτια στο χρώμα της βρεγμένης γης, άνοιξε τη καρδιά της στο πεζούλι όπου στάθηκε. Βρήκε ποιος έφταιγε. Τα χρόνια πίσω από την κλειδαρότρυπα έκαναν το βλέμμα της πιο σκούρο και θαμπό. Κι η χαραμάδα φως, αυτή που μόνο έβλεπε διπλωμένη στη γωνία, δεν ήταν ελπίδα. Το φως εκείνες τις φορές δεν έμοιαζε με ελπίδα αλλά με αέναο πανικό.

Μάτια σαν βρεγμένη γη από τα δάκρυα. Σε μια γωνία. Με σβηστό το φως. Πίσω από την κλειδαρότρυπα. Κλειστοφοβική. Αυτή κι η χαραμάδα της.
3/11/10 2 σκέψεις

Thursday - In Silence.

Κι

 όταν

βρω τις
 λέξεις,
 θα

στις
κάνω
 αίμα
 
;